- ἐρεῖν
- ἐρέωlovepres inf act (attic epic doric)ἐρῶverbumfut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Mercvrivs — MERCVRIVS, i, Gr. Ἐρμῆς, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XV.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen hat er am richtigsten von Merx, mercis, Waare. Festus l. XI. p. 237. & Serv. ad Virg. Aen. IV. v. 638. Es sind also nichts, als weit gesuchte Dinge, wenn ihn… … Gründliches mythologisches Lexikon
Rudern — Rudern, verb. reg. neutr. mit dem Hülfsworte haben. 1) Hin und her bewegen, um dadurch einen schweren Körper in einem flüssigen fortzuschieben. So sagt man, ein Mensch rudere mit den Armen, wenn er die Arme im Gehen hin und her bewegt, um sich… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Eros — EROS, ótis, Gr. Ἔρως, ωτος, ist bey den Griechen so viel, als bey den Lateinern Cupido. Es hat aber selbiger bey erstern diesen Namen, nach einigen, von ἐρεῖν, aufsuchen, weil die Liebe das Geliebte suchet, Phurnut. de N.D. c. 25. & Plato ap.… … Gründliches mythologisches Lexikon
επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… … Dictionary of Greek
επισκοπώ — (AM ἐπισκοπῶ, έω) [επίσκοπος] είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω αρχ. μσν. ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε») αρχ. 1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek